- τασάκι
- popielniczka (f) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
τασάκι — το, Ν [τάσι] υποκορ. μικρό δοχείο για τη στάχτη τών τσιγάρων, σταχτοδοχείο … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
τεφροδοχείο — το, Ν 1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται η τέφρα νεκρού 2. σταχτοδοχείο, τασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεφροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
σταχτοδοχείο — το μικρό σκεύος για τη στάχτη των τσιγάρων, τασάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεφροδοχείο — το 1. δοχείο όπου τοποθετείται η στάχτη νεκρού. 2. σταχτοδοχείο τσιγάρου, τασάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)